- ῥήττω
- ῥήσσωstrikepres subj act 1st sg (attic)ῥήσσωstrikepres ind act 1st sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρήττω — Α (αττ. τ.) βλ. ῥήσσω (Ι) … Dictionary of Greek
ρήσσω — (I) και αττ. τ. ρήττω Α ιων. τ. ρήγνυμι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. σχηματισμένος από το θ. ῥηκ τού αορ. ἔρρηξα τού ῥήγνυμι, με επίθημα jω (*ρήκ jω > ρήσσω), πρβλ. πήγνυμι: πήσσω]. (II) Α ιων. τ. βλ. ῥάσσω … Dictionary of Greek
ՊԱՅԹՈՒՑԱՆԵՄ — (ուցի.) NBH 2 0592 Chronological Sequence: Early classical, 12c ն. ῤήττω, διαρήσσω rumpo, disrumpo. որ եւ ՊԱՅԹԵՄ. ՊԱՅԹԵՑՈՒՑԱՆԵՄ. Պատառել պարպատմամբ. Ճայթեցուցանել. հերձուլ շառաչմամբ. երգիծուցանել. ճաթեցնել, ճղքել. փաթլաթմագ. *Պայթուսցէ զնոսա… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)